εξαεριστήρας

εξαεριστήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο вентилятор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εξαεριστήρας" в других словарях:

  • εξαεριστήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται είτε για να δημιουργεί τεχνητή κίνηση του αέρα ή άλλων αερίων, είτε για τη μεταφορά στερεών υλών που έχουν κονιοποιηθεί (πριονίδια, αιθάλη κλπ.). Αποτελείται από έναν κινητήρα, έναν περιστρεφόμενο μηχανισμό στερεωμένο… …   Dictionary of Greek

  • εξαεριστήρας — ο όργανο ή μηχάνημα που προκαλεί απομάκρυνση του αέρα κλειστών χώρων με σκοπό την ανανέωσή του, την ψύξη κινητήρα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεριστήρας — και αεριστής, ο [αερίζω] 1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση τού αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.) 2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση τού αέρα είναι δύσκολη ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»